κατειλημένος

κατειλημένος
κατειλέω
force into a narrow space: perf part mp masc nom sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατειλημένος — κατειλέω force into a narrow space perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειλώ — κατειλῶ, έω και κατείλλω και κατίλλω (Α) 1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.) 2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.) 3. διπλώνω, συμπτύσσω 4. παθ. επιγρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”